- πεττεύω
- πεσσεύωplay at draughtspres subj act 1st sg (attic)πεσσεύωplay at draughtspres ind act 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεττεύω — Α βλ. πεσσεύω … Dictionary of Greek
διαπεττεύω — (Α) [πεττεύω] φρ. «διαπεττεύω τήν ελπίδα πρός τινα» δοκιμάζω την τύχη μου σαν να τήν παίζω στα ζάρια με κάποιον … Dictionary of Greek
παραπέτευμα — το, Μ σύμβολο που δινόταν για λήψη σίτου εν καιρώ διανομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parapeteuma, atis (< παρ[α] * + πεττεύω < πεσσός / πεττός)] … Dictionary of Greek
πεσσεύω — και πεττεύω Α [πεσσός] 1. παίζω πεσσούς 2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι … Dictionary of Greek